- ὀχετάριος
- ὀχετ-άριος, ὁ, = Lat.A aquilex, Gloss. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οχετάριος — ὀχετάριος, ὁ (Μ) αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει τα μέρη κάτω από τα οποία υπάρχει νερό, υδροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κατάλ. άριος, πιθ. απόδοση τού λατ. aquilex] … Dictionary of Greek